φαλτσογωνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαλτσογωνιά | οι | φαλτσογωνιές |
γενική | της | φαλτσογωνιάς | των | φαλτσογωνιών |
αιτιατική | τη | φαλτσογωνιά | τις | φαλτσογωνιές |
κλητική | φαλτσογωνιά | φαλτσογωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]→ δείτε τις λέξεις φάλτσος και γωνία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαλτσογωνιά θηλυκό
- ξυλουργικό εργαλείο για την κοπή ξύλων υπό γωνία 45 μοιρών
- οποιοδήποτε εργαλείο μπορεί να ρυθμίζεται ώστε να κόβει με διαφορετική γωνία από την τελείως οριζόντια ή κάθετη
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαλτσογωνιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)