φαμελίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαμελίτης < μεσαιωνική ελληνική < φαμελιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαμελίτης αρσενικό, φαμελίτισσα θηλυκό
- ο οικογενειάρχης, ο φαμελιάρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαμελίτης
→ δείτε τη λέξη οικογενειάρχης |