φαμφαρόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαμφαρόνος αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  φανφαρόνος