φαμόζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαμόζος | η | φαμόζα | το | φαμόζο |
γενική | του | φαμόζου | της | φαμόζας | του | φαμόζου |
αιτιατική | τον | φαμόζο | τη | φαμόζα | το | φαμόζο |
κλητική | φαμόζε | φαμόζα | φαμόζο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαμόζοι | οι | φαμόζες | τα | φαμόζα |
γενική | των | φαμόζων | των | φαμόζων | των | φαμόζων |
αιτιατική | τους | φαμόζους | τις | φαμόζες | τα | φαμόζα |
κλητική | φαμόζοι | φαμόζες | φαμόζα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση του «γουστόζος». | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /faˈmo.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐μό‐ζος
Επίθετο[επεξεργασία]
φαμόζος, -α, -ο
- (ιδιωματικό, όπως στα Επτάνησα) φημισμένος
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαμόζος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'γουστόζος' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)