φανανάπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανανάπτης αρσενικό
- (επάγγελμα) εκείνος που άναβε τα φανάρια στους φανοστάτες των δρόμων, πριν από την ηλεκτροδότηση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανανάπτης
|