φαναριώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαναριώτικος < Φαναριώτ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.naɾˈʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐να‐ριώ‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
φαναριώτικος
- που αναφέρεται στους Φαναριώτες και το Φανάρι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαναριώτικος
|