φαναρτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.naɾˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ναρ‐τζής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαναρτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο τεχνικός που επιδιόρθωνε αρχικά τις βλάβες στα φανάρια των αυτοκινήτων και γρήγορα όμως απέκτησε ως αντικείμενο όλες τις παραμορφώσεις στο αμάξωμα, εκτός από μηχανικά και ηλεκτρικά μέρη
- που κατασκευάζει φανάρια ή επιδιορθώνει αντικείμενα από λευκοσίδηρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φαναρτζοδουλειά
- φαναρτζίδικο
- → και δείτε τη λέξη φανάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φαναρτζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας