φαναρτζοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαναρτζοδουλειά | οι | φαναρτζοδουλειές |
γενική | της | φαναρτζοδουλειάς | των | φαναρτζοδουλειών |
αιτιατική | τη | φαναρτζοδουλειά | τις | φαναρτζοδουλειές |
κλητική | φαναρτζοδουλειά | φαναρτζοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαναρτζοδουλειά < φαναρτζ(ής) + -ο- + δουλειά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαναρτζοδουλειά θηλυκό
- η εκτέλεση εργασιών στο αμάξωμα και κυρίως στις λαμαρίνες ή στα φανάρια ενός αυτοκινήτου
- ↪ Μην πας άδικα στον ηλεκτρολόγο, αυτό θέλει φαναρτζοδουλειά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαναρτζοδουλειά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'δουλειά' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)