φανερωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φανερωτής < φανερώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανερωτής αρσενικό
- εκείνος που βοηθά να βρεθεί κάτι χαμένο ή μια λύση
- ο Αγιος Φανούριος ο Φανερωτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανερωτής
|