φανερώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φανερώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φανερώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
φανερώνομαι, πρτ.: φανερωνόμουν, στ.μέλλ.: θα φανερωθώ, αόρ.: φανερώθηκα, μτχ.π.π.: φανερωμένος
- γίνομαι ορατός ενώ ήμουν κρυμμένος, γίνομαι φανερός, αποκαλύπτομαι
- Παίζαμε κρυφτό αλλά φανερώθηκα γιατί βαρέθηκα πια.
- Φανερώθηκα ξαφνικά μπροστά τους και τα χάσανε.
- Καλά μου λέγανε για τον Άγιο Φανούριο! Μόλις προσευχήθηκα, η λύση φανερώθηκε μπροστά μου σαν από θαύμα.
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φανερώνομαι | φανερωνόμουν(α) | θα φανερώνομαι | να φανερώνομαι | ||
β' ενικ. | φανερώνεσαι | φανερωνόσουν(α) | θα φανερώνεσαι | να φανερώνεσαι | (φανερώνου) | |
γ' ενικ. | φανερώνεται | φανερωνόταν(ε) | θα φανερώνεται | να φανερώνεται | ||
α' πληθ. | φανερωνόμαστε | φανερωνόμαστε φανερωνόμασταν |
θα φανερωνόμαστε | να φανερωνόμαστε | ||
β' πληθ. | φανερώνεστε | φανερωνόσαστε φανερωνόσασταν |
θα φανερώνεστε | να φανερώνεστε | (φανερώνεστε) | |
γ' πληθ. | φανερώνονται | φανερώνονταν φανερωνόντουσαν |
θα φανερώνονται | να φανερώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φανερώθηκα | θα φανερωθώ | να φανερωθώ | φανερωθεί | ||
β' ενικ. | φανερώθηκες | θα φανερωθείς | να φανερωθείς | φανερώσου | ||
γ' ενικ. | φανερώθηκε | θα φανερωθεί | να φανερωθεί | |||
α' πληθ. | φανερωθήκαμε | θα φανερωθούμε | να φανερωθούμε | |||
β' πληθ. | φανερωθήκατε | θα φανερωθείτε | να φανερωθείτε | φανερωθείτε | ||
γ' πληθ. | φανερώθηκαν φανερωθήκαν(ε) |
θα φανερωθούν(ε) | να φανερωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φανερωθεί | είχα φανερωθεί | θα έχω φανερωθεί | να έχω φανερωθεί | φανερωμένος | |
β' ενικ. | έχεις φανερωθεί | είχες φανερωθεί | θα έχεις φανερωθεί | να έχεις φανερωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φανερωθεί | είχε φανερωθεί | θα έχει φανερωθεί | να έχει φανερωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φανερωθεί | είχαμε φανερωθεί | θα έχουμε φανερωθεί | να έχουμε φανερωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φανερωθεί | είχατε φανερωθεί | θα έχετε φανερωθεί | να έχετε φανερωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φανερωθεί | είχαν φανερωθεί | θα έχουν φανερωθεί | να έχουν φανερωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φανερωμένος - είμαστε, είστε, είναι φανερωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φανερωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φανερωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φανερωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φανερωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φανερωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φανερωμένοι |