φανικό οξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φανικό οξύ | τα | φανικά οξέα |
γενική | του | φανικού οξέως | των | φανικών οξέων |
αιτιατική | το | φανικό οξύ | τα | φανικά οξέα |
κλητική | φανικό οξύ | φανικά οξέα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.niˈko oˈksi/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
φανικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία, παρωχημένο) η φαινόλη[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανικό οξύ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .