φανουρόπιτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανουρόπιτα οι φανουρόπιτες
      γενική της φανουρόπιτας των φανουροπιτών
    αιτιατική τη φανουρόπιτα τις φανουρόπιτες
     κλητική φανουρόπιτα φανουρόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φανουρόπιτα < Φανούρ(ιος) + -ό- + πίτα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.nuˈɾo.pi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νου‐ρό‐πι‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Κομμάτι φανουρόπιτας

φανουρόπιτα θηλυκό

  • (γαστρονομία, λαογραφία) γλυκιά πίτα που παρασκευάζεται για την ημέρα της εορτής του Αγίου Φανουρίου, για να βοηθήσει ο άγιος να φανερωθεί κάτι, κυρίως γαμπρός για τις ανύπαντρες κοπέλες[1]
    ※ Κι έβαλα ένα κερί αναμμένο κάτω στο πάτωμα δίπλα στην εικόνα του Χριστούλη και ζύμωσα με τα δώδεκα υλικά μια φανουρόπιτα, την έψησα και φάγαμε οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου και η μάνα μου. (Σοφία Φιλιππίδου, Με μια σκάλα στο φεγγάρι, Αθήνα: Καστανιώτης, 2014, σελ. 249)
    ※ στο φερώνυμο παρεκλήσι στην Μαγούλα Ερέτριας όπου την παραμονή τελέσθηκε ο Πανηγυρικός Εσπερινός μετά Αρτοκλασίας και η ευλογία των φανουροπιτών (Η εορτή του Αγίου Φανουρίου στην Ερέτρια, 28/08/2019, Βήμα Ορθοδοξίας, [1])

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)