φαντάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαντάζομαι < αρχαία ελληνική φαντάζομαι < φαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fanˈda.zo.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
φαντάζομαι
- πλάθω ή δημιουργώ με την φαντασία μου
- έχω την πεποίθηση ή βάσιμους λόγους για την αλήθεια μιας υπόθεσης, εικάζω, πιθανολογώ με αρκετή βεβαιότητα