φαντάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαντάρος | οι | φαντάροι |
γενική | του | φαντάρου | των | φαντάρων |
αιτιατική | τον | φαντάρο | τους | φαντάρους |
κλητική | φαντάρε | φαντάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαντάρος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) όποιος υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία ως κληρωτός με τον βαθμό του στρατιώτη ή του έφεδρου υπαξιωματικού. Αναφέρεται κυρίως σε όσους υπηρετούν στον στρατό ξηράς.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- είδε τον Χριστό φαντάρο: (λαϊκότροπο) περιγραφή δυνατού χαστουκιού ή δυσκολιών που συναντά κάποιος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φαντάρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)