φαντασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαντασία | οι | φαντασίες |
γενική | της | φαντασίας | των | φαντασιών |
αιτιατική | τη | φαντασία | τις | φαντασίες |
κλητική | φαντασία | φαντασίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαντασία <
- αρχαία ελληνική φαντασία
- λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Phantasie
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαντασία θηλυκό
- (ψυχολογία) η ψυχική ικανότητα της αναπαράστασης γεγονότων ή πραγμάτων
- (μειωτικό) κάτι που δεν είναι πραγματικό αλλά έχει αναπαραχθεί στο μυαλό κάποιου
- αυτά έγιναν μόνο στη φαντασία του
- (μεταφορικά) έπαρση
- (μουσική) μουσική σύνθεση με ελεύθερη, μουσικά, μορφή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαντασία
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φαντασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαντασία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Φιλοσοφία (αρχαία ελληνικά)