φαντομάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαντομάς οι φαντομάδες
      γενική του φαντομά των φαντομάδων
    αιτιατική τον φαντομά τους φαντομάδες
     κλητική φαντομά φαντομάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αφίσα από παλιά ταινία με τον Φαντομά.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαντομάς < (λόγιο δάνειο) γαλλική Fantômas[1], φανταστικός ήρωας γαλλικών αστυνομικών μυθιστορημάτων και ταινιών

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fan.doˈmas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαντομάς αρσενικό

  1. ασύλληπτος κλέφτης που εξαφανίζεται σα φάντασμα ή κάποιος που εξαφανίζεται κατά τον ίδιο τρόπο για άλλους λόγους
    Μόλις του είπα για γάμο, έγινε φαντομάς.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]