φανφάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φανφάρα | οι | φανφάρες |
γενική | της | φανφάρας | των | φανφαρών |
αιτιατική | τη | φανφάρα | τις | φανφάρες |
κλητική | φανφάρα | φανφάρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανφάρα θηλυκό
- σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκετελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι
- Η φανφάρα γράφεται στους φυσικούς αρμονικούς φθόγγους της σάλπιγγας
- μπάντα ή ορχήστρα που απαρτίζεται κυρίως από σαλπιγκτές
- Μπροστά πήγαινε η εικόνα, πίσω η φανφάρα και πιο πίσω οι πιστοί
- (μεταφορικά) ο πομπώδης λόγος πολιτικού ή γενικά ο κομπασμός και ο άτοπος στόμφος ενός (συν)ομιλητή
- Άσε τις φανφάρες και λέγε τώρα τι θα κάνουμε, γιατί καιγόμαστε
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσικό κομμάτι ή μπάντα