φανφαρόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φανφαρόνα < φανφαρόνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανφαρόνα θηλυκό
- το θηλυκό του φανφαρόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανφαρόνα
|