φαρδύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρδύς < μεσαιωνική ελληνική φαρδύς < αρχαία ελληνική εὐφραδής < εὖ + φράζω
Επίθετο[επεξεργασία]
φαρδύς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- διπλόφαρδος
- κωλοφαρδία
- κωλόφαρδος
- μονόφαρδος
- φαρδαίνω
- φάρδεμα
- φαρδιά
- φαρδομάνικος
- φάρδος
- φαρδουλός
- φαρδύνω
- → δείτε τις λέξεις ευφραδής και φράση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρδύς
|