φαρμακάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φαρμακάω-φαρμακῶ (δόκιμος ο ενεστώτας)
- υποφέρω από ένα δηλητήριο
- υποφέρω από μάγια
- χρειάζομαι φάρμακο (μεταγενέστερη έννοια)