Μετάβαση στο περιεχόμενο

φαρμακείο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: φαρμακεία, φαρμακεῖον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαρμακείο τα φαρμακεία
      γενική του φαρμακείου των φαρμακείων
    αιτιατική το φαρμακείο τα φαρμακεία
     κλητική φαρμακείο φαρμακεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρμακείο < (καθαρεύουσα) φαρμακεῖον < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pharmacie < υστερολατινική pharmacia < ελληνιστική κοινή φαρμακία < αρχαία ελληνική φαρμακεία < φάρμακον[1] < πρωτοελληνική *pʰármakon
Παλιό φαρμακείο.
Φαρμακείο με είδη πρώτων βοηθειών.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /faɾ.maˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρμακείο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαρμακείο ουδέτερο

  1. (φαρμακευτική) κατάστημα που διευθύνεται από φαρμακοποιό και διαθέτει φάρμακα ή σε κάποιες περιπτώσεις τα παρασκευάζει κιόλας
  2. κουτί στο οποίο τοποθετούμε φάρμακα (πρώτης ανάγκης)
  3. (μεταφορικά) για έμπορο ή κατάστημα που έχει πολύ υψηλές τιμές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]