φαρμακεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρμακεύω < αρχαία ελληνική φαρμακεύω

φαρμακεύω

  1. φαρμακώνω, χορηγώ σε κάποιον δηλητηριώδες σκεύασμα, φαρμάκι ή μαγικό φίλτρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρμακεύω < φάρμακον

φαρμακεύω

  1. δίνω ένα φάρμακο
  2. χρησιμοποιώ μάγια
  3. δίνω ναρκωτική ουσία ή δηλητήριο
  4. (στη μαγειρική) καρυκεύω