φαρμακοβιομηχανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακοβιομηχανία οι φαρμακοβιομηχανίες
      γενική της φαρμακοβιομηχανίας των φαρμακοβιομηχανιών
    αιτιατική τη φαρμακοβιομηχανία τις φαρμακοβιομηχανίες
     κλητική φαρμακοβιομηχανία φαρμακοβιομηχανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακοβιομηχανία < φαρμακο- + βιομηχανία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /faɾ.ma.ko.vi.o.mi.xaˈni.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρμακοβιομηχανία θηλυκό

  1. ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με την παρασκευή φαρμάκων και συχνά με την έρευνα για νέα σκευάσματα
    η πολιτική για τη φαρμακοβιομηχανία συζητήθηκε μεταξύ υπουργού και φορέων φαρμάκου
  2. εταιρεία παραγωγής φαρμάκου
    γνωστή φαρμακοβιομηχανία κατέθεσε πλάνο εξυγίανσης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]