φαρμακοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρμακοβιομηχανία < φαρμακο- + βιομηχανία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρμακοβιομηχανία θηλυκό
- ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με την παρασκευή φαρμάκων και συχνά με την έρευνα για νέα σκευάσματα
- η πολιτική για τη φαρμακοβιομηχανία συζητήθηκε μεταξύ υπουργού και φορέων φαρμάκου
- εταιρεία παραγωγής φαρμάκου
- γνωστή φαρμακοβιομηχανία κατέθεσε πλάνο εξυγίανσης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φαρμακευτικές εταιρείες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρμακοβιομηχανία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φαρμακο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'βιομηχανία' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)