φαρμακομούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρμακομούνα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η γυναίκα της οποίας πέθαναν οι προηγούμενοι δύο ή τρεις άντρες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρμακομούνα
|