φαρμακοτέχνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαρμακοτέχνης οι φαρμακοτέχνες
      γενική του φαρμακοτέχνη των φαρμακοτεχνών
    αιτιατική τον φαρμακοτέχνη τους φαρμακοτέχνες
     κλητική φαρμακοτέχνη φαρμακοτέχνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακοτέχνης < φάρμακο και τέχνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρμακοτέχνης αρσενικό

  • (παρωχημένο) το άτομο που γνωρίζει τη φαρμακοτεχνία, τις τεχνικές μεθόδους για την παρασκευή φαρμάκων
    ※  Και καθώς εις τους νοσούντας ιατρός φαρμακοτέχνης, δίδων πόματα σκοπεύει την καλλίστην ιατρείαν (Αθανάσιος Καρδαμήσης, Έπη ποιηθέντα υπό Αθανασίου Καρδαμήση Τηνίου, Χάριν των φιλομούσων Ελλήνων, Εν Αθήναις : Εκ της Τυπογραφίας Εμ. Αντωνιάδου, 1838 σελ. 106 [1])

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]