φαρμακοτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρμακοτεχνικός η φαρμακοτεχνική το φαρμακοτεχνικό
      γενική του φαρμακοτεχνικού της φαρμακοτεχνικής του φαρμακοτεχνικού
    αιτιατική τον φαρμακοτεχνικό τη φαρμακοτεχνική το φαρμακοτεχνικό
     κλητική φαρμακοτεχνικέ φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρμακοτεχνικοί οι φαρμακοτεχνικές τα φαρμακοτεχνικά
      γενική των φαρμακοτεχνικών των φαρμακοτεχνικών των φαρμακοτεχνικών
    αιτιατική τους φαρμακοτεχνικούς τις φαρμακοτεχνικές τα φαρμακοτεχνικά
     κλητική φαρμακοτεχνικοί φαρμακοτεχνικές φαρμακοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακοτεχνικός < φαρμακοτεχνία

Επίθετο[επεξεργασία]

φαρμακοτεχνικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη φαρμακοτεχνία, ο τεχνικός των φαρμάκων
    φαρμακοτεχνική μορφή έχει καθιερωθεί να σημαίνει τον τρόπο συνδυασμού και δράσης διαφόρων ουσιών μέσα σε ένα φαρμακευτικό σκεύασμα


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]