φαρμακοφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρμακοφοβία < (αντιδάνειο) pharmacophobia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρμακοφοβία θηλυκό
- η φοβία για τα φαρμακευτικά σκευάσματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρμακοφοβία