φαρμακοφορείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρμακοφορείο ουδέτερο
- (παρωχημένο) στρατιωτικό φορείο πάνω στο οποίο μεταφέρονταν φάρμακα στο πεδίο και στη διάρκεια της μάχης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρμακοφορείο