φαρμακοχημεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμακοχημεία θηλυκό
- η χημεία των φαρμάκων, η φαρμακευτική χημεία
- τομέας και μάθημα της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου, στον οποίο μεταξύ άλλων οι φοιτητές διδάσκονται "Ανόργανη Φαρμακευτική Χημεία" καθώς και "Οργανική Φαρμακευτική Χημεία"
- η επιστήμη που ασχολείται με τη χημική σύνθεση των φαρμάκων, ενώσεων οργανικών και ανόργανων, την αλληλεπίδραση των βιολογικά δραστικών ουσιών, τη μελέτη της μοριακής δράσης των ενώσεων και τη χημική πλευρά της ανοσολογίας