φαρμακόγλωσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακόγλωσσα οι φαρμακόγλωσσες
      γενική της φαρμακόγλωσσας των φαρμακογλωσσών
    αιτιατική τη φαρμακόγλωσσα τις φαρμακόγλωσσες
     κλητική φαρμακόγλωσσα φαρμακόγλωσσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακόγλωσσα < φαρμάκι + -ο- + γλώσσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρμακόγλωσσα θηλυκό (αρσενικό: φαρμακόγλωσσος)

  1. το άτομο που κακολογεί, πληγώνει τους άλλους με όσα λέει, δεν έχει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, δυσφημεί με προθυμία
    η γλώσσα της στάζει φαρμάκι, είναι φαρμακόγλωσσα
  2. λέξη που χρησιμοποιούμε για να ξορκίσουμε κάτι κακό, ακόμα κι αν αυτός που κάνει μια δυσοίωνη πρόβλεψη είναι καλοπροαίρετος, δεν έχει την πρόθεση να πει κάτι δυσάρεστο
    - Θα πάθεις έμφραγμα τόσο που καπνίζεις! - Πάψε φαρμακόγλωσσα!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]