φαρυγγορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρυγγορραγία < φάρυγγ(ας) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρυγγορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία του φάρυγγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρυγγορραγία
|