φαρυγγοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρυγγοσκόπιο < φάρυγγας + -σκόπιο (< αρχαία ελληνική σκοπέω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρυγγοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρυγγοσκόπιο
|