φασίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φασίνα οι φασίνες
      γενική της φασίνας
    αιτιατική τη φασίνα τις φασίνες
     κλητική φασίνα φασίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φασίνα < πιθανόν από το ιταλικό fascina (δεμάτι ξύλων)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φασίνα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) ύφασμα (αλειμμένο με κατράμι) που τυλίγεται γύρω από σκοινί για να μη φθείρεται αυτό από την τριβή
  2. γενική καθαριότητα στο σπίτι ή σε επαγγελματικό χώρο (σκούπισμα, σφουγγάρισμα, τζάμια κ.λπ.)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]