φασιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φασιανός | οι | φασιανοί |
γενική | του | φασιανού | των | φασιανών |
αιτιατική | τον | φασιανό | τους | φασιανούς |
κλητική | φασιανέ | φασιανοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φασιανός < αρχαία ελληνική φασιανός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.sçaˈnos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φασιανός αρσενικό
- (ορνιθολογία) πουλί της οικογένειας Phasianidae με πολύχρωμο φτέρωμα που το κυνηγούν για το νόστιμο κρέας του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φασιανός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φασιανός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φασιανός αρσενικό