φασκελώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φασκελώνομαι < παθητιή φωνή του φασκελώνω < σφακελώνω < σφάκελο < σφάκελος

Ρήμα[επεξεργασία]

φασκελώνομαι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]