φασκιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φασκιά | οι | φασκιές |
γενική | της | φασκιάς | των | φασκιών |
αιτιατική | τη | φασκιά | τις | φασκιές |
κλητική | φασκιά | φασκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φασκιά < ελληνιστική κοινή φασκία < λατινική fascia (ταινία, επίδεσμος, δέμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φασκιά θηλυκό
- κομμάτι από ύφασμα σαν φαρδύς επίδεσμος με το οποίο άλλοτε τύλιγαν τα νεογέννητα, τα σπαργάνωναν, τα φάσκιωναν
- Μη βγάζεις γλωσσα, είσαι ακόμα στις φασκιές (πολύ μικρός για να έχεις άποψη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)