φασόλιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φασόλιν < *φασιόλιον ή *φασηόλιον με αποβολή του ημιφώνου μεταξύ [s] και φωνήεντος < υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή φασίολος → και δείτε φασόλι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φασόλιν ουδέτερο
- φασόλι
- ※ Καὶ φαβατίτζιν ἀλεστόν, ὀρύζιν μὲ τὸ μέλιν,
φασόλιν ἐξοφθάλμιστον, ἐλαίας καὶ χαβιαρίτζιν.- ⌘ Πτωχοδρομικά ποιήματα (12ος αιώνας)
- ※ Καὶ φαβατίτζιν ἀλεστόν, ὀρύζιν μὲ τὸ μέλιν,