φατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φατικός η φατική το φατικό
      γενική του φατικού της φατικής του φατικού
    αιτιατική τον φατικό τη φατική το φατικό
     κλητική φατικέ φατική φατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φατικοί οι φατικές τα φατικά
      γενική των φατικών των φατικών των φατικών
    αιτιατική τους φατικούς τις φατικές τα φατικά
     κλητική φατικοί φατικές φατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phatic < αρχαία ελληνική φατός + -ικός[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

φατικός, -ή, -ό (γλωσσολογία)

  1. επικοινωνία που στοχεύει στη δημιουργία επαφής και δεν περιέχει κάποια ουσιαστική πληροφορία
    Μια φατική συζήτηση: «–Καλημέρα, τι κάνεις; –Καλά, εσύ;»
  2. καταφατικός, βεβαιωτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]