φατνωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
φατνωτά < φατνωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φατνωτά
- διακοσμημένος με φατνώματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φατνωτά
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Κλιτός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φατνωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φατνωτό