φατρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φατρία | οι | φατρίες |
γενική | της | φατρίας | των | φατριών |
αιτιατική | τη | φατρία | τις | φατρίες |
κλητική | φατρία | φατρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φατρία < ελληνιστική κοινή φατρία [1] < αρχαία ελληνική φρατρία < φράτρα < πρωτοελληνική *pʰrā́tēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₂tēr (αδερφός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φατρία θηλυκό
- ομάδα ενταγμένη τυπικά σε ένα σύνολο με συγκεκριμένους στόχους, η οποία όμως επιδιώκει τους δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς
- φατρία κομματική, φατρίες σε δημόσιες υπηρεσίες, φατρίες στο συνδικαλισμό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φατρία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φατρία
[επεξεργασία]
- ↑ φατρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φατρία < φράτρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φατρία θηλυκό
- λαός που κατάγεται από τον ίδιο γενάρχη, φυλή, οικογένεια
- αδελφότητα
- υποδιαίρεση φυλής (κάθε φυλή είχε τρεις φατρίες και κάθε φατρία αποτελείτο με τη σειρά της από 30 γένη ή οικογένειες)
- πολιτική διαίρεση, τρόπον τινά κομματική, ομάδα συμφερόντων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- φρατριάζω, ανήκω σε κάποια φρατρία (και αργότερα, σκευωρώ, συνομωτώ)
- φρατρείαρχος, ο επικεφαλής μιας φρατρίας
- φράτριος, επίθετο του Δία ως προστάτη της φρατρίας αλλά και ο αρχηγός φρατρίας ή εκείνος που ανήκει, σχετίζεται με τη φράτρα
- φράτηρ και δωρικός τύπος φρατήρ και φράτωρ, το μέλος μιας φράτρας ή φατρίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)