φατριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φατριακά < φατριακός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φατριακά
- που λειτουργεί με βάση τις φατρίες, διαχωριστικά, όχι ενωτικά κατά μία έννοια ξαθ όχι αξιοκρατικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φατριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φατριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φατριακό