φαυλοκόλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φαυλοκόλακας < αρχαία ελληνική φαυλοκόλαξ < φαύλος + κόλαξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαυλοκόλακας αρσενικό
- εκείνος που κολακεύει τους φαύλους, ο χαμερπής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαυλοκόλακας
|