φαφλατάδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαφλατάδικος η φαφλατάδικη το φαφλατάδικο
      γενική του φαφλατάδικου της φαφλατάδικης του φαφλατάδικου
    αιτιατική τον φαφλατάδικο τη φαφλατάδικη το φαφλατάδικο
     κλητική φαφλατάδικε φαφλατάδικη φαφλατάδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαφλατάδικοι οι φαφλατάδικες τα φαφλατάδικα
      γενική των φαφλατάδικων των φαφλατάδικων των φαφλατάδικων
    αιτιατική τους φαφλατάδικους τις φαφλατάδικες τα φαφλατάδικα
     κλητική φαφλατάδικοι φαφλατάδικες φαφλατάδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαφλατάδικος < φαφλατ(άς) + -άδικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.flaˈta.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐φλα‐τά‐δι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

φαφλατάδικος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]