φαφλατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαφλατίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

φαφλατίζω, αόρ.: φαφλάτισα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]