φείδομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φείδομαι < αρχαία ελληνική φείδομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

φείδομαι (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φείδομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*bʰeyd- (κόβω, χωρίζω) όπως το σανσκριτικό bhid (σπάω) και το λατινικό findo (σχίζω, κομματιάζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

φείδομαι

φείδομαι τινός (συνήθως με γενική)
  1. κάνω οικονομία, δεν σπαταλώ
    μὴ φείδεσθε... στρατοῦ
  2. λυπάμαι, δείχνω οίκτο (π.χ. σε μάχη)
    ἀλλὰ ...πεφιδήσεται ἀνδρός (αλλά.. θα χαρίσει τη ζωή στον άνδρα)
  3. τον φροντίζω, τον προστατεύω
    ἵππων φειδόμενος
  4. λογαριάζω, λαμβάνω υπ΄όψη μου
    οὔτ᾽ ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν
    φείδου τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας
  5. απέχω, αποχωρώ, υποχωρώ, κρατιέμαι
    φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς (μην κάνεις πίσω στο σχέδιό σου)
    μὴ φείδου εἴ τι ἔχεις διδάσκειν (μην κρατιέσαι, λέγε)

χρόνοι[επεξεργασία]

Τύποι του ρήματος που απαντούν:

Ενεστώτας: φείδομαι
Παρατατικός: (εφειδόμην)
Μέλλοντας: φειδήσομαι φείσομαι και ποιητ. πεφιδήσομαι
Αόριστος: ἐφεισάμην και φεισάμην και αόριστος β' πεφιδόμην, απαρέμφατο πεφιδέσθαι
Παρακείμενος: (πέφεισμαι)
Υπερσυντελικος:επεφείσμην


Συγγενικά[επεξεργασία]