φεβρουαριάτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεβρουαριάτικος η φεβρουαριάτικη το φεβρουαριάτικο
      γενική του φεβρουαριάτικου της φεβρουαριάτικης του φεβρουαριάτικου
    αιτιατική τον φεβρουαριάτικο τη φεβρουαριάτικη το φεβρουαριάτικο
     κλητική φεβρουαριάτικε φεβρουαριάτικη φεβρουαριάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεβρουαριάτικοι οι φεβρουαριάτικες τα φεβρουαριάτικα
      γενική των φεβρουαριάτικων των φεβρουαριάτικων των φεβρουαριάτικων
    αιτιατική τους φεβρουαριάτικους τις φεβρουαριάτικες τα φεβρουαριάτικα
     κλητική φεβρουαριάτικοι φεβρουαριάτικες φεβρουαριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεβρουαριάτικος < Φεβρουάρι(ος) + -άτικος

Επίθετο[επεξεργασία]

φεβρουαριάτικος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]