φεγγαρόφωτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγαρόφωτο τα φεγγαρόφωτα
      γενική του φεγγαρόφωτου των φεγγαρόφωτων
    αιτιατική το φεγγαρόφωτο τα φεγγαρόφωτα
     κλητική φεγγαρόφωτο φεγγαρόφωτα
Δείτε και φεγγαρόφως.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεγγαρόφωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φεγγαρόφωτος. Αναλύεται σε φεγγάρ(ι) + -ό- + φωτ- (θέμα του φως) + κατάληξη -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /feŋ.ɡaˈɾo.fo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φεγ‐γα‐ρό‐φω‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φεγγαρόφωτο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις φεγγάρι και φως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]