φειδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φειδώ
      γενική της φειδώς
φειδούς
    αιτιατική τη φειδώ
     κλητική φειδώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φειδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φειδώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φειδώ θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φειδώ
      γενική τῆς φειδόος
φειδοῦς
      δοτική τῇ φειδοῖ
    αιτιατική τὴν φειδώ
     κλητική ! φειδοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φειδώ < (φείδομαι) φειδ- +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φειδώ θηλυκό

  1. η συγκρατημένη συμπεριφορά στα έξοδα και στη χρήση αγαθών, η λιτότητα, η οικονομία
    τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ (μην κάνετε πολλή οικονομία στη σεμνότητα)
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. η λύπηση, ο οίκτος, το να χαρίζεσαι
    οὔτε φειδώ τῶν παίδων οὔτ᾽ ἔλεον ἔσχον (δεν λυπήθηκαν ούτε τα παιδιά, ούτε σ' αυτά χαρίστηκαν)
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς (αλύπητα)
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]