φελί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φελί τα φελιά
      γενική του φελιού των φελιών
    αιτιατική το φελί τα φελιά
     κλητική φελί φελιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φελί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀφέλλιον με αποφυγή της χασμωδίας -ιον και αποβολή του αρχικού φωνήεντος < λατινική offella, υποκοριστικό του offa[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /feˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φε‐λί
παρώνυμο: φιλί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φελί ουδέτερο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]