φελλομάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φελλομάνα οι φελλομάνες
      γενική της φελλομάνας
    αιτιατική τη φελλομάνα τις φελλομάνες
     κλητική φελλομάνα φελλομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φελλομάνα < φελλός + μάννα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φελλομάνα θηλυκό

  • (αλιευτικό) μεγάλο κομμάτι φελλού που χρησιμοποιούσαν στις τράτες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]